βουλγάρικα

βουλγάρικα
τα, βουλγάρική η болгарский язык

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βουλγάρικα" в других словарях:

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Άγρας, Καπετάν — (1881 – 1907).Ψευδώνυμο του μακεδονομάχου Τέλου Αγαπηνού, ανθυπολοχαγού του πεζικού, από το Ναύπλιο. Απογοητευμένος από την αναγκαστική αδράνεια της στρατιωτικής ζωής στην Ελλάδα και ευαισθητοποιημένος στις δραματικές εξελίξεις του μακεδονικού… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Slavic dialects of Greece — Infobox Language name=Slavic dialects of Greece nativename= bălgarski / makedonski familycolor=Indo European states=Greece speakers=20,000 (2008)Στη Δυτική Μακεδονία, κυρίως στις περιοχές της Φλώρινας, της Καστοριάς, της Βέροιας και του Κιλκίς… …   Wikipedia

  • αιμός — I Ορεινό σύστημα της νότιας Ευρώπης, το οποίο εκτείνεται με κατεύθυνση από τα Α προς τα Δ, κυρίως στο κεντρικό τμήμα της Βουλγαρίας. Οι οροσειρές αυτές, που εκτείνονται σχεδόν παράλληλα προς τη ροή του Δούναβη σε μήκος 600 χλμ., φτάνουν προς τα Δ …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • βουλγαρικός — ή, ό και βουλγάρικος και βουργάρικος, η, ο αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους Βουλγάρους ή στη Βουλγαρία είτε που προέρχεται από τη Βουλγαρία 2. το θηλ. ως ουσ. η Βουλγαρική η γλώσσα των Βουλγάρων 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Βουλγαρικά η… …   Dictionary of Greek

  • νικηφόρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ίδρυσε τη Μονή Χαρσιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Οκτωβρίου. 2. Ν. ο Φωκάς. Αυτοκράτορας του Βυζάντιου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. 3. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί με τον Στέφανο και… …   Dictionary of Greek

  • Αγαθάγγελος — I (; – Αδριανούπολη 1832).Οικουμενικός πατριάρχης (1826 30) από την Αδριανούπολη. Έγινε μοναχός στη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους και στις αρχές του 18ου αι. στάλθηκε ως προϊστάμενος στο ιβηρικό μετόχι της Μόσχας. To 1815 χειροτονήθηκε μητροπολίτης …   Dictionary of Greek

  • Βλαστάρις, Ματθαίος — (αρχές 14ου αι.). Βυζαντινός νομοκανονολόγος. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα, παρά μόνο ότι έζησε στο Άγιον Όρος και στη Θεσσαλονίκη. Το 1335 φαίνεται πάντως ότι ήταν ώριμος ήδη συγγραφέας, αφού είναι γνωστό ότι τον χρόνο αυτό… …   Dictionary of Greek

  • Γιόφκοφ, Γιόρνταν — (Yordan Υovkov, Τσεράβνα 1880 – 1937). Βούλγαρος εκπαιδευτικός, διπλωμάτης και λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά, δεν ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές του. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως δάσκαλος και στη συνέχεια ως πρεσβευτής της χώρας του στο Βουκουρέστι.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»